Analyse pragmatique du discours théâtral de Marivaux

Analyse pragmatique du discours théâtral de Marivaux

15,00€

σελ. 100

17χ24

Isbn: 978-618-5471-61-3

Comme il a déjà été mentionné, l’originalité de ce travail réside dans la théorie linguistique, la pragmatique, que nous avons appliquée sur ce dramaturge privilégié pour son style marivaudien, plein d’inférences. Or, avant de procéder à la révélation de la dimension pragmatique du marivaudage, il vaudrait mieux définir ce que nous entendons par ce terme. Marivaudage et marivauder sont apparus du vivant même de Marivaux, pour indiquer un style particulier, défini par «un mélange le plus bizarre de métaphysique subtile et de locutions triviales, de sentiments alambiques et de dictions populaires». Avec cette valeur, ces mots étaient généralement employés par ses adversaires de la première moitié du XVIII siècle de façon dépréciative, notamment par les puristes, les tenants de la littérature traditionnelle. Pourtant à la deuxième moitié du même siècle, Marivaux «vient à la mode»; le marivaudage devient synonyme de grâce et de tendresse spirituelle. En outre, une autre définition, un peu plus récente, a été proposée par Larousse au début du vingtième siècle, faisant allusion à un style d’afféterie, de galanteries raffinées.

Le marivaudage renvoie à un style précis, qui effectivement n’a rien à voir avec ce «je ne sais quoi» prétendu par certains auteurs. Le long de cette analyse pragmatique de notre corpus, nous nous sommes rendu compte du magistral maniement du langage de la part de Marivaux. Toutes les oeuvres analysées coïncident sur l’usage d’un langage codé qui incite tant les interlocuteurs que les spectateurs à procéder à une opération de déchiffrage. Marivaux montre son goût pour parler «à mots couverts», pour le langage opaque. Les personnages de ses oeuvres disent de l’explicite pour faire passer de l’implicite. Dans notre effort de traquer l’implicite, nous nous sommes aperçu d’un phénomène totalement particulier; les contenus implicites sont éparpillés partout dans ses oeuvres.

...

H πρωτοτυπία αυτού του βιβλίου έγκειται στη γλωσσολογική και πραγματολογική θεώρηση των θεατρικών έργων του Marivaux. Ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας επινόησε αυτό που σήμερα αναφέρεται ως μαριβοντιανό ύφος, γεμάτο νοήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις και τον τρόπο εκφοράς του λόγου, προβάλλοντας όλες τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων.
Ο όρος «μαριβοντάζ» χρησιμοποιήθηκε γενικά από τους αντιπάλους του στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα με υποτιμητικό τρόπο, κυρίως από τους υποστηρικτές της παραδοσιακής λογοτεχνίας. Ωστόσο, στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα, ο Marivaux και το marivaudage «γίνονται τη μόδα» και συνώνυμα με τη χάρη, την πνευματική τρυφερότητα, τον αριστοτεχνικό χειρισμό της γλώσσας και την έκφραση του έρωτα που δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί παρά μόνο μέσα από τα συμφραζόμενα.
Η ερμηνεία του λόγου των χαρακτήρων πρέπει απαραίτητα να περάσει από το μονοπάτι της αποκρυπτογράφησης των υπονοούμενων . Αν και κατά τα φαινόμενα τα υπονοούμενα δεν δηλώνονται με τις λέξεις, ωστόσο αποκαλύπτονται στον θεατή όταν σκέφτεται «γιατί το λέει αυτό» , «γιατί το λέει με αυτό τον τρόπο», και τότε σύμφωνα με το δικό του κοινωνικό, πολιτιστικό υπόβαθρο κάνει την προσωπική του λογική διεργασία για να ερμηνεύσει τα λόγια και τα γεγονότα.
Επικαλούμαι την επιείκεια των αναγνωστών στις εκτιμήσεις μου για το θεατρικό λόγο του Marivaux, καθώς όπως λέει ο Maurice Leroy (1963; 190): «οι επιστήμες του ανθρώπου είναι επιστήμες με ερμηνεία και πολλαπλές ερμηνείες είναι πάντα εφικτές. Ως ανθρωπιστική επιστήμη, η γλωσσολογία πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται μέσα από την έρευνα, και αβεβαιότητα των συμπερασμάτων τα οποία συνάγει δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν. Η ανθρώπινη φύση δεν είναι ένα εξαιρετικά συγκινητικό πεδίο που μας καλεί να το εξερευνήσουμε;»